σκέλος

σκέλος
σκέλος
leg
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — το 1. καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα πίσω πόδια των ζώων: Άνοιξε τα σκέλη του. 2. ό,τι μοιάζει με πόδι: Τα σκέλη μιας ορθής γωνίας είναι κάθετα μεταξύ τους. 3. καθένα από τα δύο αντίστοιχα μέρη κάθε δίδυμου πράγματος: Η πρότασή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέλει — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκέλεϊ , σκέλος leg neut dat sg (epic ionic) σκέλος leg neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλη — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελοῖν — σκέλος leg neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέεσσι — σκέλος leg neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέοιν — σκέλος leg neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεα — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεε — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεος — σκέλος leg neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”